Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
portée portées

portée (fr) θηλυκό

  1. η εμβέλεια, το βεληνεκές
  2. (μουσική) το πεντάγραμμο