περιβεβλημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιβεβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιβάλλομαι
Μετοχή
επεξεργασίαπεριβεβλημένος -η -ο
- που περιβάλλεται από κάτι, το φοράει, συνήθως επίσημο ένδυμα ή σχετικό με την άσκηση εξουσίας
- (μεταφορικά) που περιβάλλεται από κάτι, έχει την αίγλη αυτού που τον περιβάλλει