↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιβεβλημένος η περιβεβλημένη το περιβεβλημένο
      γενική του περιβεβλημένου της περιβεβλημένης του περιβεβλημένου
    αιτιατική τον περιβεβλημένο την περιβεβλημένη το περιβεβλημένο
     κλητική περιβεβλημένε περιβεβλημένη περιβεβλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιβεβλημένοι οι περιβεβλημένες τα περιβεβλημένα
      γενική των περιβεβλημένων των περιβεβλημένων των περιβεβλημένων
    αιτιατική τους περιβεβλημένους τις περιβεβλημένες τα περιβεβλημένα
     κλητική περιβεβλημένοι περιβεβλημένες περιβεβλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιβεβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιβάλλομαι

περιβεβλημένος -η -ο

  1. που περιβάλλεται από κάτι, το φοράει, συνήθως επίσημο ένδυμα ή σχετικό με την άσκηση εξουσίας
  2. (μεταφορικά) που περιβάλλεται από κάτι, έχει την αίγλη αυτού που τον περιβάλλει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία