Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμπαλάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αμπαλάρισμα
τα
αμπαλαρίσμα
τ
α
γενική
του
αμπαλαρίσμα
τ
ος
των
αμπαλαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
αμπαλάρισμα
τα
αμπαλαρίσμα
τ
α
κλητική
αμπαλάρισμα
αμπαλαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμπαλάρισμα
<
αμπαλάρω
+
-ισμα
Αμπαλάρισμα
δώρων.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αμπαλάρισμα
ουδέτερο
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του
αμπαλάρω
, η
συσκευασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμπαλάρισμα
αγγλικά
:
packaging
(en)
γαλλικά
:
emballage
(fr)