αμπαλάγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμπαλάγιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀμπαλλάγιον < ἐμβαλλάγιον < γαλλική emballage [1] Συγκρίνετε με το αμπαλάζ και εμβαλάγιο.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /am.baˈla.ʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μπα‐λά‐γιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμπαλάγιο ουδέτερο
- (παρωχημένο) συνώνυμο του αμπαλάζ
- και παλιότερη γραφή: αμπαλλάγιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμπαλάγιο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αμπαλάγιο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας