abballare
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- abballare < ab- + ball(a) + -are
- Απόγονοι ↷ νέα ελληνικά: αμπαλάρω
Ρήμα
επεξεργασίαabballare (it)
Πηγές
επεξεργασία- abballare - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).