↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενθουσιαστικός η ενθουσιαστική το ενθουσιαστικό
      γενική του ενθουσιαστικού της ενθουσιαστικής του ενθουσιαστικού
    αιτιατική τον ενθουσιαστικό την ενθουσιαστική το ενθουσιαστικό
     κλητική ενθουσιαστικέ ενθουσιαστική ενθουσιαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενθουσιαστικοί οι ενθουσιαστικές τα ενθουσιαστικά
      γενική των ενθουσιαστικών των ενθουσιαστικών των ενθουσιαστικών
    αιτιατική τους ενθουσιαστικούς τις ενθουσιαστικές τα ενθουσιαστικά
     κλητική ενθουσιαστικοί ενθουσιαστικές ενθουσιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενθουσιαστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνθουσιαστικός (που έχει έμπνευση)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /en.θu.si.a.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εν‐θου‐σι‐α‐στι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

ενθουσιαστικός, -ή, ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία