ενθουσιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενθουσιαστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνθουσιαστικός (που έχει έμπνευση)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /en.θu.si.a.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐θου‐σι‐α‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαενθουσιαστικός, -ή, ό
- που έχει σχέση με τον ενθουσιασμό, αναφέρεται σ’ αυτόν, τον προκαλεί ή τον εμπνέει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ενθουσιάζω, ένθεος και θεός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενθουσιαστικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ενθουσιαστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας