Ετυμολογία

επεξεργασία
enthousiasmant < enthousiasmer

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό enthousiasmant enthousiasmants
θηλυκό enthousiasmante enthousiasmantes

enthousiasmant (fr)

  1. ενθουσιώδης
    ''est enthousiasmant que d'aucuns veuillent contribuer à ce projet
    γεμίζει ενθουσιασμό το (γεγονός) ότι μερικοί θέλουν να συμβάλουν σ' αυτό το εγχείρημα

Συγγενικά

επεξεργασία