ενθουσιών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ενθουσιών | η | ενθουσιώσα | το | ενθουσιών |
γενική | του | ενθουσιώντος | της | ενθουσιώσας & ενθουσιώσης* |
του | ενθουσιώντος |
αιτιατική | τον | ενθουσιώντα | την | ενθουσιώσα | το | ενθουσιών |
κλητική | ενθουσιών | ενθουσιώσα | ενθουσιών | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ενθουσιώντες | οι | ενθουσιώσες | τα | ενθουσιώντα |
γενική | των | ενθουσιώντων | των | ενθουσιωσών | των | ενθουσιώντων |
αιτιατική | τους | ενθουσιώντες | τις | ενθουσιώσες | τα | ενθουσιώντα |
κλητική | ενθουσιώντες | ενθουσιώσες | ενθουσιώντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «ενθουσιών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ενθουσιών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνθουσιῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐνθουσιῶ, συνηρημένου τύπου του ἐνθουσιάω < ἔνθους < ἔνθεος < ἐν + θεός
Επίθετο
επεξεργασίαενθουσιών, -ώσα, -ών
- (αρχαιοπρεπές) που είναι ενθουσιασμένος και εκδηλώνεται αναλόγως
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ενθουσιάζω, ένθεος και θεός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενθουσιών
|