Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διεγερμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διεγερμέν
ος
η
διεγερμέν
η
το
διεγερμέν
ο
γενική
του
διεγερμέν
ου
της
διεγερμέν
ης
του
διεγερμέν
ου
αιτιατική
τον
διεγερμέν
ο
τη
διεγερμέν
η
το
διεγερμέν
ο
κλητική
διεγερμέν
ε
διεγερμέν
η
διεγερμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διεγερμέν
οι
οι
διεγερμέν
ες
τα
διεγερμέν
α
γενική
των
διεγερμέν
ων
των
διεγερμέν
ων
των
διεγερμέν
ων
αιτιατική
τους
διεγερμέν
ους
τις
διεγερμέν
ες
τα
διεγερμέν
α
κλητική
διεγερμέν
οι
διεγερμέν
ες
διεγερμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διεγερμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διεγείρω
Αντώνυμα
επεξεργασία
αδιέγερτος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
διεγείρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διεγερμένος