υπερδιεγερσιμότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερδιεγερσιμότητα | οι | υπερδιεγερσιμότητες |
γενική | της | υπερδιεγερσιμότητας | των | υπερδιεγερσιμοτήτων |
αιτιατική | την | υπερδιεγερσιμότητα | τις | υπερδιεγερσιμότητες |
κλητική | υπερδιεγερσιμότητα | υπερδιεγερσιμότητες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερδιεγερσιμότητα < υπερ- + διεγερσιμότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερδιεγερσιμότητα θηλυκό
- η διεγερσιμότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερδιεγερσιμότητα
|