αυτοδιέγερση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοδιέγερση | οι | αυτοδιεγέρσεις |
γενική | της | αυτοδιέγερσης* | των | αυτοδιεγέρσεων |
αιτιατική | την | αυτοδιέγερση | τις | αυτοδιεγέρσεις |
κλητική | αυτοδιέγερση | αυτοδιεγέρσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοδιεγέρσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοδιέγερση < αυτο- + διέγερση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική auto-excitation)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοδιέγερση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοδιέγερση