Δείτε επίσης: οτρηρός, ὀτρηρῶς
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὀτρηρός ὀτρηρᾱ́ τὸ ὀτρηρόν
      γενική τοῦ ὀτρηροῦ τῆς ὀτρηρᾶς τοῦ ὀτρηροῦ
      δοτική τῷ ὀτρηρ τῇ ὀτρηρ τῷ ὀτρηρ
    αιτιατική τὸν ὀτρηρόν τὴν ὀτρηρᾱ́ν τὸ ὀτρηρόν
     κλητική ! ὀτρηρέ ὀτρηρᾱ́ ὀτρηρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὀτρηροί αἱ ὀτρηραί τὰ ὀτρηρᾰ́
      γενική τῶν ὀτρηρῶν τῶν ὀτρηρῶν τῶν ὀτρηρῶν
      δοτική τοῖς ὀτρηροῖς ταῖς ὀτρηραῖς τοῖς ὀτρηροῖς
    αιτιατική τοὺς ὀτρηρούς τὰς ὀτρηρᾱ́ς τὰ ὀτρηρᾰ́
     κλητική ! ὀτρηροί ὀτρηραί ὀτρηρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀτρηρώ τὼ ὀτρηρᾱ́ τὼ ὀτρηρώ
      γεν-δοτ τοῖν ὀτρηροῖν τοῖν ὀτρηραῖν τοῖν ὀτρηροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀτρηρός < θέμα ὀτρ- (όπως στο ὀτραλέως, στο ὀτρύνω) < αβέβαιης αρχής [1] ή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)twer-[2] + -ηρός[3]

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀτρηρός, -ά, -όν

  1. πρόθυμος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 109
    κήρυκες δ᾽ αὐτοῖσι καὶ ὀτρηροὶ θεράποντες
    Κήρυκες και παιδόπουλα πρόθυμα τους υπηρετούσαν:
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 38 (στίχοι 37-38)
    Ὣς φάθ᾽, ὁ δὲ μεγάροιο διέσσυτο, κέκλετο δ᾽ ἄλλους | ὀτρηροὺς θεράποντας ἅμα σπέσθαι ἑοῖ αὐτῷ.
    Όπως του μίλησε, όρμησε εκείνος έξω από την αίθουσα, φωνάζοντας | να τον συντρέξουν πρόθυμα τ᾽ άλλα παλληκαράκια.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  414 π.Χ., Αριστοφάνης, Όρνιθες, στ. 910
    ἐγὼ μελιγλώσσων ἐπέων ἱεὶς ἀοιδὰν | Μουσάων θεράπων ὀτρηρός | κατὰ τὸν Ὅμηρον
    Είμαι ποιητής τραγουδιών σαν το μέλι γλυκών | και των Μουσών δουλευτής είμαι ακούραστος, | όπως είπε κι ο Όμηρος
    Μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου, ΟΕΔΒ, 2000 [1]
  2. γρήγορος, ευκίνητος
  3. οξύς, αιχμηρός
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 2.529 @scaife.perseus
    ὀτρηρῇσιν ἐπισπέρχων ὀδύνῃσι··

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ὀτραλέως σελ. 1123 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. παροτρύνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. οτρηρός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.