Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀτρηρῶς < ὀτρηρ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

ὀτρηρῶς

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία