Δείτε επίσης: παρορμῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρορμώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρορμάω / παρορμῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾoɾˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρορ‐μώ

παρορμώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

καθαρεύουσα:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία