παρορμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρορμώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρορμάω / παρορμῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾoɾˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρορ‐μώ
Ρήμα
επεξεργασίαπαρορμώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίακαθαρεύουσα:
- παρορμῶ
- παρορμηθείς (μετοχή)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρορμώ | παρορμούσα | θα παρορμώ | να παρορμώ | παρορμώντας | |
β' ενικ. | παρορμείς | παρορμούσες | θα παρορμείς | να παρορμείς | (παρόρμει) | |
γ' ενικ. | παρορμεί | παρορμούσε | θα παρορμεί | να παρορμεί | ||
α' πληθ. | παρορμούμε | παρορμούσαμε | θα παρορμούμε | να παρορμούμε | ||
β' πληθ. | παρορμείτε | παρορμούσατε | θα παρορμείτε | να παρορμείτε | παρορμείτε | |
γ' πληθ. | παρορμούν(ε) | παρορμούσαν(ε) | θα παρορμούν(ε) | να παρορμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρόρμησα | θα παρορμήσω | να παρορμήσω | παρορμήσει | ||
β' ενικ. | παρόρμησες | θα παρορμήσεις | να παρορμήσεις | παρόρμησε | ||
γ' ενικ. | παρόρμησε | θα παρορμήσει | να παρορμήσει | |||
α' πληθ. | παρορμήσαμε | θα παρορμήσουμε | να παρορμήσουμε | |||
β' πληθ. | παρορμήσατε | θα παρορμήσετε | να παρορμήσετε | παρορμήστε | ||
γ' πληθ. | παρόρμησαν παρορμήσαν(ε) |
θα παρορμήσουν(ε) | να παρορμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παρορμήσει | είχα παρορμήσει | θα έχω παρορμήσει | να έχω παρορμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις παρορμήσει | είχες παρορμήσει | θα έχεις παρορμήσει | να έχεις παρορμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει παρορμήσει | είχε παρορμήσει | θα έχει παρορμήσει | να έχει παρορμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παρορμήσει | είχαμε παρορμήσει | θα έχουμε παρορμήσει | να έχουμε παρορμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε παρορμήσει | είχατε παρορμήσει | θα έχετε παρορμήσει | να έχετε παρορμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παρορμήσει | είχαν παρορμήσει | θα έχουν παρορμήσει | να έχουν παρορμήσει |
|
- Παθητικοί τύποι: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .