↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρορμητικός η παρορμητική το παρορμητικό
      γενική του παρορμητικού της παρορμητικής του παρορμητικού
    αιτιατική τον παρορμητικό την παρορμητική το παρορμητικό
     κλητική παρορμητικέ παρορμητική παρορμητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρορμητικοί οι παρορμητικές τα παρορμητικά
      γενική των παρορμητικών των παρορμητικών των παρορμητικών
    αιτιατική τους παρορμητικούς τις παρορμητικές τα παρορμητικά
     κλητική παρορμητικοί παρορμητικές παρορμητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρορμητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρορμητικός < αρχαία ελληνική παρορμάω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική impulsif) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾoɾ.mi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρορ‐μη‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

παρορμητικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική παρορμητικός παρορμητική τὸ παρορμητικόν
      γενική τοῦ παρορμητικοῦ τῆς παρορμητικῆς τοῦ παρορμητικοῦ
      δοτική τῷ παρορμητικ τῇ παρορμητικ τῷ παρορμητικ
    αιτιατική τὸν παρορμητικόν τὴν παρορμητικήν τὸ παρορμητικόν
     κλητική ! παρορμητικέ παρορμητική παρορμητικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ παρορμητικοί αἱ παρορμητικαί τὰ παρορμητικᾰ́
      γενική τῶν παρορμητικῶν τῶν παρορμητικῶν τῶν παρορμητικῶν
      δοτική τοῖς παρορμητικοῖς ταῖς παρορμητικαῖς τοῖς παρορμητικοῖς
    αιτιατική τοὺς παρορμητικούς τὰς παρορμητικᾱ́ς τὰ παρορμητικᾰ́
     κλητική ! παρορμητικοί παρορμητικαί παρορμητικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παρορμητικώ τὼ παρορμητικᾱ́ τὼ παρορμητικώ
      γεν-δοτ τοῖν παρορμητικοῖν τοῖν παρορμητικαῖν τοῖν παρορμητικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές