stimulate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | stimulate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stimulates |
αόριστος | stimulated |
παθητική μετοχή | stimulated |
ενεργητική μετοχή | stimulating |
stimulate (en)
- ερεθίζω
- ↪ the light stimulates the optic nerve
- το φως ερεθίζει το οπτικό νεύρο
- ↪ the light stimulates the optic nerve