Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεβάζω στα ύψη < λείπει η ετυμολογία

  Έκφραση επεξεργασία

ανεβάζω στα ύψη

  1. αυξάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό
  2. (για πρόσωπα) εγκωμιάζω, εκθειάζω, εξυμνώ κάποιον
  3. προκαλώ ψυχική ανάταση σε κάποιον

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία