spring up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | spring up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | springs up |
αόριστος | sprang up, sprung up |
παθητική μετοχή | sprung up |
ενεργητική μετοχή | springing up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαspring up (en)
- ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι, γεννιέμαι, εμφανίζομαι γρήγορα ή/και ξαφνικά
- ⮡ Weeds are springing up everywhere.
- Ξεφυτρώνουν παντού χορτάρια.
- ⮡ I don’t know how he sprang up in front of me.
- Δεν ξέρω πώς ξεφύτρωσε μπροστά μου.
- ⮡ They sprung up so fast that I couldn’t react.
- Ξεπετάχτηκαν τόσο γρήγορα που δεν μπόρεσα να αντιδράσω.
- ⮡ A suspicion/doubt sprung up in her mind.
- Μια υποψία/αμφιβολία γεννήθηκε στο μυαλό της.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη appear
- ⮡ Weeds are springing up everywhere.