ἀμφορίσκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀμφορίσκος | οἱ | ἀμφορίσκοι |
γενική | τοῦ | ἀμφορίσκου | τῶν | ἀμφορίσκων |
δοτική | τῷ | ἀμφορίσκῳ | τοῖς | ἀμφορίσκοις |
αιτιατική | τὸν | ἀμφορίσκον | τοὺς | ἀμφορίσκους |
κλητική ὦ! | ἀμφορίσκε | ἀμφορίσκοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμφορίσκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμφορίσκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀμφορίσκος < ἀμφορ(εύς) + -ίσκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀμφορίσκος αρσενικό
- (κεραμική) ο μικρός αμφορέας, ο αμφορίσκος
Πηγές
επεξεργασία- ἀμφορίσκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμφορίσκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.