amforo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- amforo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amforo | amforoj |
αιτιατική | amforon | amforojn |
amforo (eo)
- ο αμφορέας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amforo | amforoj |
αιτιατική | amforon | amforojn |
amforo (eo)