απλολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απλολογικός < απλολογία + -ικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική haplologie < αρχαία ελληνική ἁπλοῦς + λέγω
Επίθετο
επεξεργασίααπλολογικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) που έχει σχέση με την απλολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή