χαράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαράκι | τα | χαράκια |
γενική | του | χαρακιού | των | χαρακιών |
αιτιατική | το | χαράκι | τα | χαράκια |
κλητική | χαράκι | χαράκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαράκι < χαρακάκι (υποκοριστικό του χάρακας) με απλολογία [ka.ci] > [ci][1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαράκι ουδέτερο
- η χαραγματιά
- ευθεία γραμμή χαραγμένη, σχεδιασμένη ή τυπωμένη σε χαρτί
- τομή στον κορμό ή το φλοιό φυτού με σκοπό την καρποφορία ή τον εμβολιασμό του
- το ξυράφι ή η λεπίδα
- (κρητικά) μεγάλος βράχος
- ※ χαράκια αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε (Ο θάνατος του Διγενή, δημοτικό)
Συγγενικά
επεξεργασία- Χαράκι (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαράκι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χαράκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας