Επίθετο

επεξεργασία

tolerant (en)

  1. ανεκτικός (σε λάθη, παραλείψεις, άλλες απόψεις)
  2. ανθεκτικός (που έχει την ικανότητα να αντέχει σε δύσκολες συνθήκες)



  Επίθετο

επεξεργασία

tolerant (ro)

  1. ανεκτικός