tolerant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαtolerant (en)
- ανεκτικός (σε λάθη, παραλείψεις, άλλες απόψεις)
- ανθεκτικός (που έχει την ικανότητα να αντέχει σε δύσκολες συνθήκες)
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαtolerant (ro)
tolerant (en)
tolerant (ro)