forgiving
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | forgiving |
συγκριτικός | more forgiving |
υπερθετικός | most forgiving |
forgiving (en)
- ανεξίκακος, συγχωρητικός
- ↪ He has a forgiving character.
- Έχει ανεξίκακο χαρακτήρα.
- ↪ He has a forgiving character.
- (πληροφορική) λογισμικό φιλικό στη χρήση του (user-friendly), έτσι ώστε να μην γίνονται εύκολα σοβαρά λάθη από έναν άπειρο χρήστη
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαforgiving (en)
Πηγές
επεξεργασία- forgiving - Oxford Learner's Dictionaries forgiving