Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός forgiving
συγκριτικός more forgiving
υπερθετικός most forgiving

forgiving (en)

  1. ανεξίκακος, συγχωρητικός
    ⮡  He has a forgiving character.
    Έχει ανεξίκακο χαρακτήρα.
  2. (πληροφορική) λογισμικό φιλικό στη χρήση του (user-friendly), έτσι ώστε να μην γίνονται εύκολα σοβαρά λάθη από έναν άπειρο χρήστη

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

forgiving (en)