Δείτε επίσης: ἀνεξίκακος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεξίκακος η ανεξίκακη το ανεξίκακο
      γενική του ανεξίκακου της ανεξίκακης του ανεξίκακου
    αιτιατική τον ανεξίκακο την ανεξίκακη το ανεξίκακο
     κλητική ανεξίκακε ανεξίκακη ανεξίκακο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεξίκακοι οι ανεξίκακες τα ανεξίκακα
      γενική των ανεξίκακων των ανεξίκακων των ανεξίκακων
    αιτιατική τους ανεξίκακους τις ανεξίκακες τα ανεξίκακα
     κλητική ανεξίκακοι ανεξίκακες ανεξίκακα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεξίκακος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνεξίκακος[1] < ἀνεξι- (< ἀνέχομαι < ἔχω) + κακός

  Επίθετο

επεξεργασία

ανεξίκακος, -η, ο

Συνώνυμα

επεξεργασία
  1. αμνησίκακος
  2. μακρόθυμος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία