↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μνησίκακος η μνησίκακη το μνησίκακο
      γενική του μνησίκακου της μνησίκακης του μνησίκακου
    αιτιατική τον μνησίκακο τη μνησίκακη το μνησίκακο
     κλητική μνησίκακε μνησίκακη μνησίκακο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μνησίκακοι οι μνησίκακες τα μνησίκακα
      γενική των μνησίκακων των μνησίκακων των μνησίκακων
    αιτιατική τους μνησίκακους τις μνησίκακες τα μνησίκακα
     κλητική μνησίκακοι μνησίκακες μνησίκακα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μνησίκακος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μνησίκακος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μνησί- (< αρχαία ελληνική μιμνήσκω: θυμίζω, υπενθυμίζω) + κακός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mniˈsi.ka.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μνη‐σί‐κα‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

μνησίκακος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ μνησίκακος τὸ μνησίκακον οἱ, αἱ μνησίκακοι τὰ μνησίκακα
Γενική τοῦ, τῆς μνησικάκου τοῦ μνησικάκου τῶν μνησικάκων τῶν μνησικάκων
Δοτική τῷ, τῇ μνησικάκῳ τῷ μνησικάκῳ τοῖς, ταῖς μνησικάκοις τοῖς μνησικάκοις
Αιτιατική τὸν, τὴν μνησίκακον τὸ μνησίκακον τοὺς, τὰς μνησικάκους τὰ μνησίκακα
Κλητική μνησίκακε μνησίκακον μνησίκακοι μνησίκακα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική μνησικάκω
Γενική-Δοτική μνησικάκοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μνησίκακος < μνησί- (< αρχαία ελληνική μιμνήσκω) + κακός

  Επίθετο

επεξεργασία

μνησίκακος, -ος, -ον [μνησῐκᾰκ]

Συγγενικά

επεξεργασία