μνησίκακος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μνησίκακος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μνησίκακος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μνησί- (< αρχαία ελληνική μιμνήσκω: θυμίζω, υπενθυμίζω) + κακός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mniˈsi.ka.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μνη‐σί‐κα‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαμνησίκακος, -η, -ο
- που δεν ξεχνά το κακό που έχει υποστεί και διακατέχεται από έντονη επιθυμία να βλάψει τον υπαίτιο παίρνοντας εκδίκηση
Συγγενικά
επεξεργασία- αμνησίκακα
- αμνησικακία
- αμνησίκακος
- μνησίκακα
- μνησικακία
- μνησικακώ
- → δείτε τις λέξεις μνήμη και κακός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μνησίκακος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ μνησίκακος | τὸ μνησίκακον | οἱ, αἱ μνησίκακοι | τὰ μνησίκακα |
Γενική | τοῦ, τῆς μνησικάκου | τοῦ μνησικάκου | τῶν μνησικάκων | τῶν μνησικάκων |
Δοτική | τῷ, τῇ μνησικάκῳ | τῷ μνησικάκῳ | τοῖς, ταῖς μνησικάκοις | τοῖς μνησικάκοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν μνησίκακον | τὸ μνησίκακον | τοὺς, τὰς μνησικάκους | τὰ μνησίκακα |
Κλητική | μνησίκακε | μνησίκακον | μνησίκακοι | μνησίκακα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | μνησικάκω | |||
Γενική-Δοτική | μνησικάκοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μνησίκακος < μνησί- (< αρχαία ελληνική μιμνήσκω) + κακός
Επίθετο
επεξεργασίαμνησίκακος, -ος, -ον [μνησῐκᾰκ]
Συγγενικά
επεξεργασία- μνησικακία
- → δείτε τις λέξεις μνησι-, μνῆσις, μιμνήσκω και κακός
Πηγές
επεξεργασία- μνησίκακος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μνησίκακος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.