μνησικακώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μνησικακώ < αρχαία ελληνική μνησικακέω / μνησικακῶ
Ρήμα επεξεργασία
μνησικακώ
- φέρομαι με μνησικακία ή την αισθάνομαι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις μνησίκακος, μνήμη και κακός
Μεταφράσεις επεξεργασία
μνησικακώ
|