rancunier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rancunier | rancuniers |
θηλυκό | rancunière | rancunières |
Επίθετο
επεξεργασίαrancunier (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rancunier | rancuniers |
θηλυκό | rancunière | rancunières |
rancunier (fr)