μνησίκακα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μνησίκακα < μνησίκακ(ος) + -α
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mniˈsi.ka.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μνη‐σί‐κα‐κα
Επίρρημα επεξεργασία
μνησίκακα
- (τροπικό επίρρημα) με μνησίκακο τρόπο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μνησίκακος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μνησίκακα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μνησίκακα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μνησίκακος