αμνησίκακα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμνησίκακα < αμνησίκακος
Επίρρημα επεξεργασία
αμνησίκακα
- με τρόπο που δείχνει έλλειψη μνησικακίας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμνησίκακα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αμνησίκακα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμνησίκακος