αμνησίκακος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμνησίκακος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμνησίκακος.[1], συγχρονικά αναλύεται σε στερητικό α- + μνησίκακος
Επίθετο
επεξεργασίααμνησίκακος, -η, -ο
- ο μη εκδικητικός, που δεν μισεί όσους τον έβλαψαν
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αμνησίκακος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας