ῥαγδαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ῥαγδαῖος, ήδη τον 5ο αιώνα στον Αριστοφάνη < θέμα ῥάγ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος όπως στο ῥήγνυμι, θέμα ῥάγδ- όπως στο ελληνιστικό επίρρημα ῥάγδην + -αῖος [1]
Επίθετο
επεξεργασίαῥαγδαῖος, -α, -ον
- ραγδαίος, ορμητικός, σφοδρός, μανιώδης (για καταιγίδες κ.λπ. καιρικά φαινόμενα)
- αθρόος
- (ελληνιστική σημασία) σφοδρός (για άτομα)
Συγγενικά
επεξεργασία- ῥαγδαίως επίρρημα αντί του ῥάγδην στα ελληνιστικά χρόνια
- ῥάσσω και ῥήσσω και ῥήττω
- ῥάχις
- ῥαχιαῖος
- ῥωγμή
- ῥῆγμα,
- ῥῆξις
- ίσως ῥηχός
στα νέα ελληνικά:
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ραγδαίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ῥαγδαῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥαγδαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.