ῥήσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ῥήσσω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαῥήσσω
- σπανιότερος τύπος του ρήματος ῥήγνυμι
- ※ 3ος αιώνας πκε Καλλίμαχος ο Κυρηναίος, Ὕμνοι, ΕΙΣ ΑΡΤΕΜΙΝ, στίχοι 240-243
- αὐταὶ δ᾽, Οὖπι ἄνασσα, περὶ πρύλιν ὠρχήσαντο, | πρῶτα μὲν ἐν σακέεσσιν ἐνόπλιον, αὖθι δὲ κύκλῳ | στησάμεναι χορὸν εὐρύν· ὑπήεισαν δὲ λίγειαι | λεπταλέον σύριγγες, ἵνα ῥήσσωσιν ὁμαρτῇ·
- Και οι ίδιες, Ούπη άνασσα, τριγύρω σου χορέψαν, | πρώτα με ασπίδες, ένοπλες, κι έπειτα κυκλικά, | στήνοντας χορό πλατύ που ήχος τον συνόδευε | από σύριγγες λεπτόφωνες και με τα πόδια τους το έδαφος χτυπούσαν.
- Μετάφραση: (1996), Θανάσης Παπαθανασόπουλος @greek‑language.gr
- αὐταὶ δ᾽, Οὖπι ἄνασσα, περὶ πρύλιν ὠρχήσαντο, | πρῶτα μὲν ἐν σακέεσσιν ἐνόπλιον, αὖθι δὲ κύκλῳ | στησάμεναι χορὸν εὐρύν· ὑπήεισαν δὲ λίγειαι | λεπταλέον σύριγγες, ἵνα ῥήσσωσιν ὁμαρτῇ·
- ※ 3ος αιώνας πκε Καλλίμαχος ο Κυρηναίος, Ὕμνοι, ΕΙΣ ΑΡΤΕΜΙΝ, στίχοι 240-243
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ῥήγνυμι
Πηγές
επεξεργασία- ῥήσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥήσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.