Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξελισσόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξελισσόμεν
ος
η
εξελισσόμεν
η
το
εξελισσόμεν
ο
γενική
του
εξελισσόμεν
ου
της
εξελισσόμεν
ης
του
εξελισσόμεν
ου
αιτιατική
τον
εξελισσόμεν
ο
την
εξελισσόμεν
η
το
εξελισσόμεν
ο
κλητική
εξελισσόμεν
ε
εξελισσόμεν
η
εξελισσόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξελισσόμεν
οι
οι
εξελισσόμεν
ες
τα
εξελισσόμεν
α
γενική
των
εξελισσόμεν
ων
των
εξελισσόμεν
ων
των
εξελισσόμεν
ων
αιτιατική
τους
εξελισσόμεν
ους
τις
εξελισσόμεν
ες
τα
εξελισσόμεν
α
κλητική
εξελισσόμεν
οι
εξελισσόμεν
ες
εξελισσόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξελισσόμενος
<
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
εξελίσσω
Επίθετο
επεξεργασία
εξελισσόμενος
που
εξελίσσεται
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εξελίσσω
και
ελίσσομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξελισσόμενος