γρηγορόσημο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γρηγορόσημο (νεολογισμός) < γρήγορ(ος) + -ό- + -σημο κατά το χαρτόσημο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γρηγορόσημο ουδέτερο
- (διαφθορά) δωροδοκία προκειμένου να επιταχυνθεί η επίλυση ενός προβλήματος, συνήθως στο δημόσιο
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γρηγορόσημο
|