μπαξίσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαξίσι | τα | μπαξίσια |
γενική | του | μπαξισιού | των | μπαξισιών |
αιτιατική | το | μπαξίσι | τα | μπαξίσια |
κλητική | μπαξίσι | μπαξίσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπαξίσι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بخشش (bahşiş) (τουρκική bahşiş) + -ι < περσική بخشش (baχşiş)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /baˈksi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐ξί‐σι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπαξίσι ουδέτερο
- (διαφθορά) δωροδοκία με μικρό χρηματικό ποσό που δίνεται σε κάποιον ως αντάλλαγμα για να κάνει μια παρατυπία ή παράβαση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπαξίσι
|