Ουσιαστικό

επεξεργασία

brasserie (en)



      ενικός         πληθυντικός  
brasserie brasseries

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

brasserie (fr) θηλυκό

  1. η μπυραρία, το ζυθεστιατόριο, η μπιραρία
  2. το ζυθοποιείο