brasserie
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbrasserie (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
brasserie | brasseries |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbrasserie (fr) θηλυκό
- η μπυραρία, το ζυθεστιατόριο, η μπιραρία
- το ζυθοποιείο
brasserie (en)
ενικός | πληθυντικός |
brasserie | brasseries |
brasserie (fr) θηλυκό