Δείτε επίσης: brassiere

  Ετυμολογία

επεξεργασία
brassière < bras

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
brassière brassières

brassière (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) εφαρμοστό γυναικείο πουκάμισο
  2. φαρδύς στηθόδεσμος, σουτιέν
    → δείτε τη λέξη  soutien-gorge
  3. μικρό κοντό πουκάμισο για μωρά, με μακριά μανίκια, που κλείνει στην πλάτη
  4. (ναυτικός όρος) σωσίβιο