brassière
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- brassière < bras
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
brassière | brassières |
brassière (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) εφαρμοστό γυναικείο πουκάμισο
- φαρδύς στηθόδεσμος, σουτιέν
- → δείτε τη λέξη soutien-gorge
- μικρό κοντό πουκάμισο για μωρά, με μακριά μανίκια, που κλείνει στην πλάτη
- (ναυτικός όρος) σωσίβιο