soutien-gorge
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- soutien-gorge < soutien (υποστήριξη) + gorge (μαστός, στήθος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /su.tjɛ̃.ɡɔʁʒ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
soutien-gorge | soutien-gorges |
soutien-gorge (fr) αρσενικό
- το σουτιέν, ο στηθόδεσμος