σουτιέν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σουτιέν < (άμεσο δάνειο) γαλλική soutien-gorge
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /suˈtçen/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐τιέν
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουτιέν ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) γυναικείο εσώρουχο για την στήριξη των μαστών, ο στηθόδεσμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σουτιέν