Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεντροδεξιός η κεντροδεξιά το κεντροδεξιό
      γενική του κεντροδεξιού της κεντροδεξιάς του κεντροδεξιού
    αιτιατική τον κεντροδεξιό την κεντροδεξιά το κεντροδεξιό
     κλητική κεντροδεξιέ κεντροδεξιά κεντροδεξιό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεντροδεξιοί οι κεντροδεξιές τα κεντροδεξιά
      γενική των κεντροδεξιών των κεντροδεξιών των κεντροδεξιών
    αιτιατική τους κεντροδεξιούς τις κεντροδεξιές τα κεντροδεξιά
     κλητική κεντροδεξιοί κεντροδεξιές κεντροδεξιά
Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεντροδεξιός < κέντρο + δεξιός

  Επίθετο επεξεργασία

κεντροδεξιός, -ά, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία