↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αριστεροδέξιος η αριστεροδέξια το αριστεροδέξιο
      γενική του αριστεροδέξιου της αριστεροδέξιας του αριστεροδέξιου
    αιτιατική τον αριστεροδέξιο την αριστεροδέξια το αριστεροδέξιο
     κλητική αριστεροδέξιε αριστεροδέξια αριστεροδέξιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αριστεροδέξιοι οι αριστεροδέξιες τα αριστεροδέξια
      γενική των αριστεροδέξιων των αριστεροδέξιων των αριστεροδέξιων
    αιτιατική τους αριστεροδέξιους τις αριστεροδέξιες τα αριστεροδέξια
     κλητική αριστεροδέξιοι αριστεροδέξιες αριστεροδέξια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αριστεροδέξιος < αριστερός + -ο- + δεξιός

  Επίθετο

επεξεργασία

αριστεροδέξιος, -α, -ο

  1. που χειρίζεται (εξίσου) καλά και το αριστερό και το δεξί χέριπόδι)
     συνώνυμα: αμφιδέξιος
  2. (πολιτική) (ειρωνικό) ψευτοαριστερός που κατά βάθος έχει άλλες πολιτικές απόψεις και πρακτική (π.χ. δεξιά)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία