αμφιδέξιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αμφιδέξιος < αρχαία ελληνική ἀμφιδέξιος[1]
Επίθετο
επεξεργασία
αμφιδέξιος, -α, -ο
- που μπορεί και με το δεξί και με το αριστερό χέρι να εκτελέσει εργασίες που απαιτούν ακρίβεια, όπως η γραφή
- ※ ο Λεονάρντο ντα Βίντσι μπορούσε να γράφει και με τα δυο χέρια, καθώς ήταν αμφιδέξιος