↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζερβόδεξος η ζερβόδεξη το ζερβόδεξο
      γενική του ζερβόδεξου της ζερβόδεξης του ζερβόδεξου
    αιτιατική τον ζερβόδεξο τη ζερβόδεξη το ζερβόδεξο
     κλητική ζερβόδεξε ζερβόδεξη ζερβόδεξο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζερβόδεξοι οι ζερβόδεξες τα ζερβόδεξα
      γενική των ζερβόδεξων των ζερβόδεξων των ζερβόδεξων
    αιτιατική τους ζερβόδεξους τις ζερβόδεξες τα ζερβόδεξα
     κλητική ζερβόδεξοι ζερβόδεξες ζερβόδεξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζερβόδεξος < ζερβός + -ο- + δεξιός + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ζερβόδεξος, -η, -ο

  1. (λαϊκότροπο) που γράφει και με τα δύο χέρια εξίσου καλά (ή τα χρησιμοποιεί και για άλλες ενέργειες)
  2. κρητικός χορός

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία