ζερβόδεξος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαζερβόδεξος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που γράφει και με τα δύο χέρια εξίσου καλά (ή τα χρησιμοποιεί και για άλλες ενέργειες)
- κρητικός χορός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζερβόδεξος
|