αμφιδεξιότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αμφιδεξιότητα < αμφιδέξιος + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αμφιδεξιότητα θηλυκό
- η ικανότητα κάποιου να χρησιμοποιεί με την ίδια ευχέρεια και τα δύο χέρια (ίσως και τα δύο πόδια)
- Παρά ταύτα, τα αίτια της αμφιδεξιότητας δεν έχουν γίνει ακόμα γνωστά. Θεωρείται ότι η φυσική προτίμηση σε ένα από τα δυο χέρια σχετίζεται με τα ημισφαίρια του εγκεφάλου. Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, στους δεξιόχειρες κυριαρχεί το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου, ενώ στους αριστερόχειρες το δεξί. Στους αμφιδέξιους δεν κυριαρχεί κανένα ημισφαίριο έναντι του άλλου. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αμφιδέξιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμφιδεξιότητα