Δείτε επίσης: αμφιδέξιος
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀμφιδέξιος τὸ ἀμφιδέξιον
      γενική τοῦ/τῆς ἀμφιδεξίου τοῦ ἀμφιδεξίου
      δοτική τῷ/τῇ ἀμφιδεξί τῷ ἀμφιδεξί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀμφιδέξιον τὸ ἀμφιδέξιον
     κλητική ! ἀμφιδέξιε ἀμφιδέξιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀμφιδέξιοι τὰ ἀμφιδέξι
      γενική τῶν ἀμφιδεξίων τῶν ἀμφιδεξίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀμφιδεξίοις τοῖς ἀμφιδεξίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀμφιδεξίους τὰ ἀμφιδέξι
     κλητική ! ἀμφιδέξιοι ἀμφιδέξι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμφιδεξίω τὼ ἀμφιδεξίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀμφιδεξίοιν τοῖν ἀμφιδεξίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμφιδέξιος < ἀμφι- + δεξιός

ἀμφιδέξιος, -ος, -ον

  1. αμφιδέξιος, πολύ επιδέξιος, που και τα δυο του χέρια δουλεύουν σαν να ήταν δεξιά
     αντώνυμα: ἀμφαρίστερος
  2. δίκοπος, δίστομος
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 780 (780-781)
    [ΤΡ.] οὐ σπεύσετ᾽; οὐκ οἴσει τις ἀμφιδέξιον | σίδηρον, ὧι τόδ᾽ ἅμμα λύσομεν δέρης;
    [ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ] Τρεχάτε! Φέρτε δίκοπο μαχαίρι | να κόψουμε το βρόχο απ᾽ το λαιμό της.
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greeklanguage.gr
     συνώνυμα: ἀμφήκης, ἀμφίστομος
  3. (μεταφορικά) αμφίσημος, αμφιλεγόμενος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 92ε.1
    ἀνδρωθέντι δὲ καὶ μαντευομένῳ Κυψέλῳ ἐγένετο ἀμφιδέξιον χρηστήριον ἐν Δελφοῖσι, τῷ πίσυνος γενόμενος ἐπεχείρησέ τε καὶ ἔσχε Κόρινθον.
    Όταν λοιπόν ο Κύψελος έγινε άντρας και πήγε στο μαντείο, του δόθηκε στους Δελφούς χρησμός, όπως κι αν τον πάρεις, καλός· σ᾽ αυτόν στηρίχτηκε κι έκανε κίνημα και πήρε την Κόρινθο·
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
    ΣτΕ: ἀμφιδέξιον χρηστήριον = αμφίσημος χρησμός.
  4. με δύο χέρια, αμφιδέξιος, αμφίχειρας
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1243 (1241-1243)
    ὅπως γὰρ ὀργῇ χρωμένη παρῆλθ᾽ ἔσω | θυρῶνος, ἵετ᾽ εὐθὺς ἐς τὰ νυμφικὰ | λέχη, κόμην σπῶσ᾽ ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς·
    Όταν την πύλη πέρασε | και μπήκε στο παλάτι ταραγμένη, πορεύτηκε στο νυφικό κοιτώνα κατ᾽ ευθείαν, | ενώ ξερίζωνε και με τα δυο της χέρια τα μαλλιά της.
    Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greeklanguage.gr
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 5, 1134b
    φύσει γὰρ ἡ δεξιὰ κρείττων, καίτοι ἐνδέχεται πάντας ἀμφιδεξίους γενέσθαι.
    Έτσι το δεξί χέρι έχει εκ φύσεως μεγαλύτερη δύναμη, και όμως όλοι είναι δυνατό να γίνουν αμφίχειρες.
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greeklanguage.gr
  5. αδιάφορος, έτοιμος να πάρει είτε το ένα είτε το άλλο ανάμεσα σε δύο πράγματα
     συνώνυμα: ἀδιάφορος

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία