ἀμφιδέξιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ἀμφιδέξιος, -ος, -ον
- αμφιδέξιος, πολύ επιδέξιος, που και τα δυο του χέρια δουλεύουν σαν να ήταν δεξιά
- δίκοπος, δίστομος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 780 (780-781)
- [ΤΡ.] οὐ σπεύσετ᾽; οὐκ οἴσει τις ἀμφιδέξιον | σίδηρον, ὧι τόδ᾽ ἅμμα λύσομεν δέρης;
- [ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ] Τρεχάτε! Φέρτε δίκοπο μαχαίρι | να κόψουμε το βρόχο απ᾽ το λαιμό της.
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- [ΤΡ.] οὐ σπεύσετ᾽; οὐκ οἴσει τις ἀμφιδέξιον | σίδηρον, ὧι τόδ᾽ ἅμμα λύσομεν δέρης;
- ≈ συνώνυμα: ἀμφήκης, ἀμφίστομος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 780 (780-781)
- (μεταφορικά) αμφίσημος, αμφιλεγόμενος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 92ε.1
- ἀνδρωθέντι δὲ καὶ μαντευομένῳ Κυψέλῳ ἐγένετο ἀμφιδέξιον χρηστήριον ἐν Δελφοῖσι, τῷ πίσυνος γενόμενος ἐπεχείρησέ τε καὶ ἔσχε Κόρινθον.
- Όταν λοιπόν ο Κύψελος έγινε άντρας και πήγε στο μαντείο, του δόθηκε στους Δελφούς χρησμός, όπως κι αν τον πάρεις, καλός· σ᾽ αυτόν στηρίχτηκε κι έκανε κίνημα και πήρε την Κόρινθο·
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ΣτΕ: ἀμφιδέξιον χρηστήριον = αμφίσημος χρησμός.
- ἀνδρωθέντι δὲ καὶ μαντευομένῳ Κυψέλῳ ἐγένετο ἀμφιδέξιον χρηστήριον ἐν Δελφοῖσι, τῷ πίσυνος γενόμενος ἐπεχείρησέ τε καὶ ἔσχε Κόρινθον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 92ε.1
- με δύο χέρια, αμφιδέξιος, αμφίχειρας
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1243 (1241-1243)
- ὅπως γὰρ ὀργῇ χρωμένη παρῆλθ᾽ ἔσω | θυρῶνος, ἵετ᾽ εὐθὺς ἐς τὰ νυμφικὰ | λέχη, κόμην σπῶσ᾽ ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς·
- Όταν την πύλη πέρασε | και μπήκε στο παλάτι ταραγμένη, πορεύτηκε στο νυφικό κοιτώνα κατ᾽ ευθείαν, | ενώ ξερίζωνε και με τα δυο της χέρια τα μαλλιά της.
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 5, 1134b
- φύσει γὰρ ἡ δεξιὰ κρείττων, καίτοι ἐνδέχεται πάντας ἀμφιδεξίους γενέσθαι.
- Έτσι το δεξί χέρι έχει εκ φύσεως μεγαλύτερη δύναμη, και όμως όλοι είναι δυνατό να γίνουν αμφίχειρες.
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- φύσει γὰρ ἡ δεξιὰ κρείττων, καίτοι ἐνδέχεται πάντας ἀμφιδεξίους γενέσθαι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1243 (1241-1243)
- αδιάφορος, έτοιμος να πάρει είτε το ένα είτε το άλλο ανάμεσα σε δύο πράγματα
Παράγωγα
επεξεργασία- ἀμφιδεξίως (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ἀμφιδέξιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμφιδέξιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.