ἀμφιδέξιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀμφιδέξιος | τὸ ἀμφιδέξιον | οἱ, αἱ ἀμφιδέξιοι | τὰ ἀμφιδέξια |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀμφιδεξίου | τοῦ ἀμφιδεξίου | τῶν ἀμφιδεξίων | τῶν ἀμφιδεξίων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀμφιδεξίῳ | τῷ ἀμφιδεξίῳ | τοῖς, ταῖς ἀμφιδεξίοις | τοῖς ἀμφιδεξίοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀμφιδέξιον | τὸ ἀμφιδέξιον | τοὺς, τὰς ἀμφιδεξίους | τὰ ἀμφιδέξια |
Κλητική | ἀμφιδέξιε | ἀμφιδέξιον | ἀμφιδέξιοι | ἀμφιδέξια |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀμφιδεξίω | |||
Γενική-Δοτική | ἀμφιδεξίοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀμφιδέξιος αρσενικό ή θηλυκό, ἀμφιδέξιον ουδέτερο
- αμφιδέξιος, πολύ επιδέξιος, που και τα δυο του χέρια δουλεύουν σαν να ήταν δεξιά
- ≠ αντώνυμα: ἀμφαρίστερος (αδέξιος)
- δίκοπος
- με δύο χέρια, αμφιδέξιος, αμφίχειρας
Παράγωγα
επεξεργασία- ἀμφιδεξίως (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀμφιδέξιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμφιδέξιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.