δεξιοχειρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεξιοχειρία < δεξιόχειρας + -ία, μορφολογικά αναλύεται δεξι(ός) + -ο- + -χειρία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δεξιοχειρία θηλυκό
- το να είναι κάποιος δεξιόχειρας, η ιδιότητα του δεξιόχειρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεξιοχειρία
|