droite
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
droite | droites |
droite (fr) θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαdroite (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
droite | droites |
droite (fr) θηλυκό
droite (fr) θηλυκό