Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

droite < θηλυκό του droit

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
droite droites

droite (fr) θηλυκό

  1. (πολιτική) η δεξιά
  2. (γεωμετρία) η ευθεία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

droite (fr) θηλυκό