ενικός         πληθυντικός  
depreciation depreciations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

depreciation (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, οικονομία) η υποτίμηση, μείωση της αξίας σε μια χρονική περίοδο
    ⮡  There was a depreciation of the drachma against the dollar.
    Έγινε υποτίμηση της δραχμής έναντι του δολαρίου.
     συνώνυμα: devaluation
     αντώνυμα: appreciation
  2. (μη μετρήσιμο, οικονομία) η απόσβεση, μεταφορά της αξίας των πάγιων κεφαλαίων που φθείρονται εξαιτίας της παραγωγικής διαδικασίας ή του χρόνου, στα προϊόντα ή στις υπηρεσίες που παράγονται ή που προσφέρονται με αυτά
    ⮡  the depreciation of capital/machinery - η απόσβεση κεφαλαίων/μηχανημάτων