annulation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
annulation | annulations |
annulation (en)
- η δημιουργία δακτυλίου
Σύνθετα επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
annulation < annul(er) + -ation
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
annulation | annulations |
annulation (fr) θηλυκό